ἐπαγρύπνει — ἐπαγρυπνέω keep awake and think over pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπᾱγρύπνει , ἐπαγρυπνέω keep awake and think over imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἐπαγρυπνέω keep awake and think over pres imperat act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγρυπνητικός — ἀγρυπνητικός, ή, όν (AM) [ἀγρυπνῶ] αυτός που επαγρυπνεί, που φρουρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρυπνῶ + κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
εμβρυωρός — Πρόσωπο το οποίο αναλάμβανε την επιτήρηση γυναίκας που εγκυμονούσε, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με καθήκον να επαγρυπνεί για την τύχη του εμβρύου και για την εξασφάλιση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο διορισμός του γινόταν από το… … Dictionary of Greek
επαγρυπνώ — ἐπαγρυπνῶ, έω (Α) [επάγρυπνος] μσν. νεοελλ. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση τού νόμου») αρχ. 1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι 2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ … Dictionary of Greek
ευγρήγορος — εὐγρήγορος, ον (Α) αυτός που επαγρυπνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρήγορος «αγρυπνών» (< μτγν. αρχ. εγρήγορος < εγρήγορα παρακμ. τού εγείρω)] … Dictionary of Greek
ξάγρυπνος — η, ο 1. άγρυπνος, άυπνος 2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ] … Dictionary of Greek
παστοφόρος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει τον παστό, δηλ. το ξόανο θεού 2. (για την Αφροδίτη) αυτή που επαγρυπνεί πάνω από τη νυφική κλίνη 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παστοφόροι οι Αιγύπτιοι ιερείς που μετέφεραν κατά τις πομπές τής Ίσιδος και τού Σεράπιδος… … Dictionary of Greek
όρκιος — Προσωνυμία πολλών θεών και ιδιαίτερα του Δία, του οποίου άγαλμα υπήρχε στην Ολυμπία. Σε κάθε χέρι του κρατούσε κεραυνό για εκφοβισμό των άδικων και των επίορκων, ενώ μπροστά στα πόδια του υπήρχε χάλκινη πινακίδα, όπου ήταν γραμμένες οι ποινές που … Dictionary of Greek